ξυληγός

ξυληγός
ξῠλ-ηγός, όν, (ἄγω)
A for carrying wood,

σκάφη BGU1157.8

(i B. C.), cf. Poll.7.130.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξυληγός — ξυληγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός. Το η του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • ξυληγός — for carrying wood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυληγοί — ξυληγός for carrying wood masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυληγία — ξυληγία, ἡ (Α) [ξυληγός] μεταφορά ξύλων …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ξυληγῶ — ξυληγέω import timber pres subj act 1st sg (attic epic doric) ξυληγέω import timber pres ind act 1st sg (attic epic doric) ξυληγός for carrying wood masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυληγῶν — ξυληγέω import timber pres part act masc nom sg (attic epic doric) ξυληγός for carrying wood masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”